(Απόσπασμα από -άτιτλο ακόμα- μυθιστόρημα)
(...) Σε μια άλλη ζωή, πιο διάφανη, πιο απλοϊκή, μπορούσε να θέτει ερωτήσεις, βέβαιος για μια σταθερή και σίγουρη απάντηση. Κατάφαση ή άρνηση, ποτέ τα ενδιάμεσα στάδια απόκρισης. Τα “ίσως” και τα “μπορεί” δεν είχαν θέση στο λεξιλόγιο των συνομιλητών του. Αυτό ακριβώς δηλαδή, που επεδίωκε, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
(...) Σε μια άλλη ζωή, πιο διάφανη, πιο απλοϊκή, μπορούσε να θέτει ερωτήσεις, βέβαιος για μια σταθερή και σίγουρη απάντηση. Κατάφαση ή άρνηση, ποτέ τα ενδιάμεσα στάδια απόκρισης. Τα “ίσως” και τα “μπορεί” δεν είχαν θέση στο λεξιλόγιο των συνομιλητών του. Αυτό ακριβώς δηλαδή, που επεδίωκε, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
Σε μια Άλλη ζωή όμως, γιατί τώρα τα πάντα τριγύρω του
ήταν ένα μεγάλο ερωτηματικό. Ανεξαρτήτως βαρύτητας της ερώτησης, δεν υπήρχε
καμία περίπτωση για σαφήνεια. Άκουγε τους ήχους της πόλης καθώς περπατούσε στις
λεωφόρους και δεν μπορούσε να τους αντιστοιχήσει σε πράξεις ή αντικείμενα.
Ευτυχώς που η όρασή του ήταν ακόμα αρκετά δυνατή, παρά τα τριανταπέντε χρόνια
της ηλικίας του.
Τριανταπέντε, δεν ακούγεται μεγάλο το νούμερο, εκείνος
όμως αισθανόταν το βάρος του τουλάχιστον διπλάσιο. Η πίεση και το άγχος από την
πληθώρα των αναπάντητων αποριών του, του έσφιγγαν το στομάχι και αποδυνάμωναν
τα κόκκαλά του. Ήταν τόσο σίγουρος πως βρισκόταν πλέον στα πρόθυρα
αρτιριοσκλήρωσης, που όλες του οι κινήσεις ήταν μετρημένες και προσεχτικές: Δύο
βήματα-Εισπνοή. Δύο βήματα-Εκπνοή. Δύο βήματα-Εισπνοή. Ένα βήμα-Στάση και Εκπνοή.
Φυσικά αργούσε πάντοτε στα ραντεβού του εξαιτίας αυτού
του άκρως πειθαρχημένου βηματισμού, αλλά δεν τον απασχολούσε. Ήταν της άποψης
πως στους γέρους και τα μικρά παιδιά πρέπει να δείχνεις ανέχια.
Κάθε βράδυ που επέστρεφε σπίτι του, πάντα ακολουθώντας
την ίδια ακριβώς διαδρομή, πατώντας στα ίδια πλακάκια των πεζοδρομίων,
σταματώντας στα ίδια φανάρια και παρατηρώντας τους ίδιους ανθρώπουςγέμιζε με
ένα αίσθημα ολοκλήρωσης. Η μέρα του είχε τελειώσει ακριβώς όπως ξεκίνησε, κι
αυτό ήταν καλό. Χωρίς διακυμάνσεις, χωρίς έντονα πάθη, χωρίς την υπερβολικά
προβεβλημένη δυσαρέσκεια που έβλεπε στα πρόσωπα των “συνοδοιπόρων” του. Αν
εξαιρέσεις όλα εκείνα τα ερωτηματικά που βασάνιζαν τις σκέψεις του και τους
έντονους, καθημερινούς εφιάλτες, θάλεγε κανείς πως ήταν ευχαριστημένος.
..όχι, “ικανοποιημένος” είναι η σωστή λέξη για να περιγράψεις μια ζωή
χωρίς συγκεκριμένη γεύση.
Μοναχικός και ήρεμος χαρακτήρας, που ακόμα και οι πιο
ασήμαντες ευχάριστες εκπλήξεις μπορούσαν να τον κάνουν να περάσει από τη σφαίρα
της “ικανοποίησης” στην ευτυχία. Σε αντίθεση με τις αρνητικές εκπλήξεις, που
τον έφερναν στο χείλος της λήθης.
Την πρώτη φορά που την αντίκρυσε, του φάνηκε σαν μία
φωτογραφία-κομμάτι ενός αλληγορικού κολλάζ οικογενειακών καλοκαιρινών διακοπών
σε κάποια Λούτσα, χωρίς όμως να καταφέρει να γίνει μέρος του συνόλου, σα
δανεική από ένα άλλο άλμπουμ αναμνήσεων που δε θα μπορούσε να ήταν δικό του.
Ανάμεσα στα ταπεράκια με τους κακοσχηματισμένους κεφτέδες και τις ξασπρισμένες
από την υπερβολική χρήση αντιηλιακής κρέμας γιαγιάδες, η δική της φωτογραφία
ξεχώριζε. Άγαρμπα και βιαστικά τοποθετημένη πάνω από τις άλλες, χωρίς να
ακολουθεί τον κανόνα των διαστημάτων των 2 εκατοστών ανάμεσα στις εικόνες του δικού
του παρελθόντος.
Σχισμένη στις γωνίες, ίσως από το άγριο ξεκόλλημά της από εκείνο το
άλλο άλμπουμ φωτογραφιών που λαχταρούσε.
Και φωτεινή. Τόσο φωτεινή, που έσβηνε τους υπέρλαμπρους αυγουστιάτικους
Ήλιους από όλες τις άλλες αναμνήσεις του. (...)
No comments:
Post a Comment