(Απόσπασμα από -άτιτλο ακόμα- μυθιστόρημα.)
“-Έχεις φωτιά;
-Όχι. Προσπαθώ να το κόψω.
-Αλλά δεν τό’χεις κόψει ακόμα.
-Ακόμα. Προσπαθώ.
-Άρα έχεις φωτιά.
-Τί να την κάνω;
-Να καπνίσεις.
-Αφού προσπαθώ να το κόψω!
-Ναι, αλλά ακόμα δεν τάχεις καταφέρει.
-Προς το παρόν.
-Άρα καπνίζεις, έστω και περιστασιακά.
-Ναι, αλλά φωτιά δεν έχω.
-Και πώς καπνίζεις;
-Καπνίζω μόνο όταν έχω φωτιά.
-Και πότε είναι αυτό;
-Πάντως όχι σήμερα.”
Κοντοστάθηκε. Κοίταξε ψηλά, και πάλι κάτω. Δεν ήξερε
τί να κάνει τα χέρια του.
Ήταν το πρώτο τους ραντεβού. Μία χαλαρή, casual συνάντηση για καφέ και τσιγάρα. Πολλά, αμέτρητα
τσιγάρα και τρεις μεγάλες κουταλιές καφέ, γεμάτες, ανακατεμένες όχι χτυπημένες,
σε λίγο νερό.
Είχε αργήσει ένα τέταρτο και ήλπιζε να είχε αργήσει κι
εκείνη. Εκείνη όμως ήταν ήδη εκεί, ψηλή και διάφανη. Καλοσχηματισμένη σαν σύγχρονη
καρυάτιδα του μεσοπολέμου, με αυγουστιάτικα ζυγωματικά.
“-Έχεις φωτιά;
-Δεν καπνίζω.
-Και πώς περνάς τις άδειες σου ώρες;
-Κοιτάζοντας ψηλά.
-Και τί βλέπεις;
-Παρατηρώ το γκρίζο χάσμα που απλώνεται στον ορίζοντα.
Θέλω, μα δεν μπορώ να το φτάσω.”
No comments:
Post a Comment