5.25.2012

“Το Σκιώδες Βασίλειο”

(Απόσπασμα από -άτιτλο ακόμα- μυθιστόρημα)



Μια φορά κι έναν καιρό, στο μακρυνό βασίλειο της Σαραγίας, ζούσε μία όμορφη πριγκήπισσα. Οι υπερπροστατευτικοί γονείς της δεν την άφηναν ποτέ να βγεί από το κάστρο, γιατί είχε ευαισθησία στον ήλιο. Το δέρμα της ήταν τόσο λευκό και εύθραστο, που ακόμα και μερικές εξασθενιμένες αχτίδες μπορούσαν να του κάνουν ζημιά. Όλες οι γιορτές και οι δεξιώσεις της βασιλικής οικογένειας γίνονταν πάντα εντός των τοιχών, με χαμηλό φωτισμό και συγκεκριμένες ενδυματολογικές οδηγίες προς τους καλεσμένους: να αποφεύγονται κάθε είδους ρούχα και κοσμήματα που μπορούν να δημιουργήσουν αντανακλάσεις.
Τα παράθυρα του κάστρου παρέμεναν ερμητικά κλειστά καθόλη τη διάρκεια της ημέρας, ενώ ένας μαυροφορεμένος υπηρέτης ανακοίνωνε σε τακτά χρονικά διαστήματα την ώρα.

Τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της πριγκήπισσας είχαν προσαρμοστεί στο σκοτάδι μετά από τόσον καιρό, κι ήταν εύκολο να διακρίνει ακόμα και το μικρότερο παραπεταμένο αντικείμενο.
Έτσι μια μέρα ανακάλυψε ένα λιλιπούτειο, σκουριασμένο κλειδί, ξεχασμένο σε μία ρωγμή στο δάπεδο της κουζίνας. Το περίεργο αυτό εργαλείο ήταν σα να της μιλούσε, να την προσκαλούσε να εξερευνήσει την χρηστικότητά του. Κάθε βράδυ λοιπόν, όταν ο ντελάλης ανακοίνωνε πως “Ώρα Βασιλείου Δευτέρα Πρωινή”, η νεαρή πριγκηποπούλα σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών από το αναπαυτικό της κρεββάτι και τριγυρνούσε τα δωμάτια του κάστρου με απόλυτη προσοχή μην την ακούσουν. Για μεγαλύτερη ασφάλεια μάλιστα, αυτές τις μικρές της εξορμήσεις τις έκανε γυμνή: τα ρούχα κάνουν θόρυβο όταν τρίβονται μεταξύ τους.

Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες πέρασαν μέχρι να βρει την μικρή, χτισμένη πόρτα υπηρεσίας που οδηγούσε στο κελάρι. Ο νεόχτιστος τοίχος που το έκρυβε ήταν ήδη διαβρωμένος από την υγρασία, κι έτσι η σκιερή βασιλοπούλα ξεκίνησε να σκάβει αργά-αργά τριγύρω του, μέχρι να δημιουργήσει ένα πέρασμα που θα μπορούσε να χωρέσει το λεπτεπίλεπτο σώμα της.

“Ώρα Βασιλείου Έκτη Πρωινή” και η πόρτα του κελαριού πλέον ξεκλείδωτη. Το μεγάλο σκοτεινό δωμάτιο ήταν ερειπωμένο αλλά αυτό της ήταν αδιάφορο. Διασχίζοντάς το έφτανες σε μία άλλη πόρτα που κλείδωνε μόνο με έναν χαλύβδινο εσωτερικό σύρτη.

Η περιέργεια της πριγκήπισσας μεγάλωνε λεπτό το λεπτό. Πίσω από τη δεύτερη και τελευταία αυτή πόρτα βρισκόταν ο κήπος με τις τουλίπες και τα χρυσάνθεμα, που αγνοούσαν την ύπαρξή της.
Το φώς της πρώτης αυγής δημιουργούσε συστοιχίες χρωμάτικών εναλλαγών καθώς έπεφτε πάνω τους, τόσο αρμονικές που γέμιζαν την καρδιά της πριγκήπισσας με μία πρωτόγνωρη ζωντάνια.

“Ώρα Δεκάτη Πρωινή” και ήθελε να τρέξει κοντά τους, να τ’αγκαλιάσει, να τα παρατηρεί και να τα μυρίζει μιαν αιωνιότητα. Η ξαφνική και συγκριτικά υπερβολική έκθεση στο άδικο φως του υπέρλαμπρου ήλιου όμως έκαψε το πορσελάνινο δέρμα της, κι έτσι η άτυχη πριγκηποπούλα, κατάκοπη από τον αβάσταχτο πόνο των εγκαυμάτων, ξεψύχησε μετά από μόλις τέσσερις ώρες απόλυτης ευτυχίας.

No comments:

Post a Comment